μορφινομανία

μορφινομανία
η
το ακατανίκητο πάθος να παίρνει κανείς μορφίνη, ο εθισμός στη μορφίνη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μορφινομανία — η ιατρ. εθισμός και εξάρτηση από τη μορφίνη, ακατανίκητο πάθος για τη μορφίνη, τυπική μορφή τοξικομανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. morphinomanie (< μορφίνη + μανία < μανής < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην… …   Dictionary of Greek

  • μορφινισμός — ο χρόνια δηλητηρίαση από κατάχρηση μορφίνης, μορφινομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. morfinisme (< μορφίνη + ισμός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] …   Dictionary of Greek

  • μορφινομανής — ές αυτός που πάσχει από μορφινομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. morphinomane (< μορφίνη + μανής < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”